- χρηματοδαίτας
- χρηματοδαίτᾱς , χρηματοδαίτηςdivider of wealthmasc acc plχρηματοδαίτᾱς , χρηματοδαίτηςdivider of wealthmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηματοδαίτης — και δωρ. τ. χρηματοδαίτας, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που διαμοιράζει την περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + δαίτης (< δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. ξενο δαίτης] … Dictionary of Greek